φιλοδοξίας

φιλοδοξίας
φιλοδοξίᾱς , φιλοδοξία
love of fame
fem acc pl
φιλοδοξίᾱς , φιλοδοξία
love of fame
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφιλοπρωτία — ἀφιλοπρωτία, η (Α) έλλειψη φιλοπρωτίας, φιλοδοξίας …   Dictionary of Greek

  • αφιλοτιμία — η (Α ἀφιλοτιμία) [αφιλότιμος] νεοελλ. η έλλειψη φιλότιμου, αδιαντροπιά, αναισχυντία αρχ. η έλλειψη φιλοδοξίας …   Dictionary of Greek

  • σάγα — Ανώνυμη αφήγηση σε πεζό λόγο που εμφανίστηκε το 10o περίπου αι. στους νορβηγικούς πληθυσμούς που είχαν μετανάστευση στην Ισλανδία και δημιούργησε μεγάλη προφορική παράδοση, που άρχισε να γίνεται και γραπτή από τα τέλη του 12ου αιώνα. Αν και… …   Dictionary of Greek

  • σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτίμημα — ήματος, τὸ, Α [φιλοτιμοῡμαι] 1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης 2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… …   Dictionary of Greek

  • αιέν αριστεύειν — Ομηρική έκφραση που εκφράζει τη βαθιά ριζωμένη, φυλετική επιθυμία των ανθρώπων της ομηρικής εποχής, για απόλυτη προσωπική διάκριση και υπεροχή. Σημαίνει να είναι κανείς πάντα ο καλύτερος, ο πρώτος. Τη συμβουλή«αιέν αριστεύειν και υπείροχον… …   Dictionary of Greek

  • Βενετσιάνο, Ντομένικο — (Domenico Veneziano, Βενετία 1406 – 1461). Ιταλός ζωγράφος. Επιδόθηκε από πολύ νωρίς στην ελαιογραφία και απέκτησε μεγάλη φήμη στην Ιταλία όπου εργάστηκε στη διακόσμηση ναών. Στη Φλωρεντία ανέλαβε να διακοσμήσει ένα παρεκκλήσι μαζί με τον Αντρέα… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Κομένιους, Γιαν Αμός — (Jan Amos Comenius, Νίβνιτσε, Μοραβία 1592 – Άμστερνταμ 1670). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Μοραβού παιδαγωγού Γ.Ά. Κομένσκι (Komensky). Σπούδασε στα σχολεία του Πρέροφ και στην Ακαδημία Χέρμπορν στο Νασάου, όπου δέχτηκε την επίδραση του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”